- αγχίδομος
- ἀγχίδομος, -ον (Α)αυτός που κατοικεί ή βρίσκεται κοντά σε κάποιον, ο γείτονας.[ΕΤΥΜΟΛ. < ἄγχι + δόμος].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἀγχιδόμοις — ἀγχίδομος dwelling near masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀγχιδόμοισιν — ἀγχίδομος dwelling near masc/fem/neut dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀγχιδόμῳ — ἀγχίδομος dwelling near masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
άγχι — ἄγχι (Α) (ποιητ. τ. επιρρ.) 1. (για τόπο και χρόνο) κοντά, πλησίον 2. (για ομοιότητα) όπως, σαν. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἄγχω. ΠΑΡ. ἄγχιμος, ἀγχιστήρ, ἄγχιστος, ἀγχοῦ. ΣΥΝΘ. ἀγχέμαχος αρχ. ἄγχαυρος, ἀγχήρης, ἀγχίαλος, ἀγχιβαθής, ἀγχιγείτων, ἀγχίγυος,… … Dictionary of Greek
δόμος — και ντόμος, ο (AM δόμος) οριζόντια σειρά λίθων ή πλίνθων σε οικοδομή νεοελλ. 1. θόλος τών καθολικών εκκλησιών 2. ναός καθολικών 3. δερμάτινα λουριά που τοποθετούνται κάτω από το υπόδημα για να διευκολύνουν το βάδισμα στα δύσβατα μέρη αρχ. μσν. 1 … Dictionary of Greek